μαρσίππιον

μαρσίππιον
-ου τό N 2 0-0-1-1-1=3 Is 46,6; Prv 1,14; Sir 18,33
dim. of μάρσιππος; small sack, purse

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαρσίππιον — bag neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσιππίοισιν — μαρσίππιον bag neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσιππίου — μαρσίππιον bag neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσιππίῳ — μαρσίππιον bag neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίππια — μαρσίππιον bag neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή …   Dictionary of Greek

  • φαγύλιον — τὸ, Α [φάγυλοι] (κατά τον Φώτ.) «μαρσίππιον» …   Dictionary of Greek

  • ՔՈՒՐՁ — (քրձի.) NBH 2 1013 Chronological Sequence: Early classical գ. (յորմէ ռմկ. քուրջ ). σάκκος եւ μάρσιππος , μαρσίππιον saccus, cilicium եւ marsupium, crumena θέμα capsula. (գրի վրիպակաւ եւ Քուրց.) Խորդ. Խարազն. գործուած ʼի խոշոր մազից այծեաց կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”